- τάλε κουάλε
- Νάκλ. (ξεν.)1. επίρρ. α) περίπου όμοιαβ) ακριβώς το ίδιο2. ως επίθ. όμοιος, παρόμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tale quale].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάλε κουάλε — επίρρ. τροπ. (λ. ιταλ.), όμοια, παρόμοια: Τα φερσίματά του είναι τάλε κουάλε σαν του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)